βαθύγειος
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
βαθύγειον, Call.Ap.65, Thphr. HP 4.11.9, Str.6.3.5, D.S. 20.109: Sup., Ph.1.332, al.: Ion. βαθύγαιος Hdt.4.23; Att. βαθυγέως, ων, Thphr. CP 2.4.10:—with deep soil, productive, ll.cc.
Spanish (DGE)
(βᾰθύγειος) -ον
• Alolema(s): -γαιος Hdt.4.23; -γεως Thphr.CP 2.4.10; -γεος Hero Geom.23.68
• Prosodia: [-ῠ-]
de suelo hondo y denso, feraz γῆ Hdt.l.c., Thphr.l.c., Hero l.c., cf. Ph.1.332, χώρα Str.6.3.5, D.S.20.109, χωρίον Thphr.HP 4.11.9, πόλις Call.Ap.65.
German (Pape)
[Seite 424] (γῆ), von tiefem Erdreich, fruchtbar, Callim. Ap. 65; Diod. Sic. 20, 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sol profond, càd fécond.
Étymologie: βαθύς, γαῖα.
Greek (Liddell-Scott)
βαθύγειος: -ἐντεῦθεν, ἐπὶ ἀφθόνου βλαστήσεως, βαθύς, πυκνός, ἐπὶ δασῶν, σιτηρῶν, νεφῶν, βαθείης τάρφεσιν ὕλης Ἰλ. Ε. 555· βαθείης ἐκ ξυλόχοιο Λ. 415· βαθὺ λήιον (πρβλ. βαθυλήιος) Β. 147, Θέογν. 107· τοῦ ληίου τὸ ... βαθύτατον Ἡρόδ. 5. 92, 6· λειμὼν Αἰσχύλ. Πρ. 652· χλόα Εὐρ. Ἱππ. 1139· χαίτη, τρίχες, πώγων (πρβλ. βαθύμαλλος κτλ.) Σιμων. Ἰαμβ. 7. 66, Ξεν. Κυν. 4. 8, Λουκ. Ἁλι. 41: -βαθύς, ἐπὶ χρώματος, πρβλ. βαθύχροος. 3) ἐπὶ ποιότητος, ἰσχυρός, σφοδρός, βαθείῃ λαίλαπι Ἰλ. Λ. 306. β) καθόλου, μέγας, ἄφθονος, πλουσιοπάροχος, βαθὺς κλῆρος Πίνδ. Ο. 13. 83· βαθὺς ἀνήρ, πλούσιος ἄνθρωπος, Ξεν. Οἰκ. 11. 10· βαθὺς οἶκος Καλλ. εἰς Δήμ. 113· βαθὺς πλοῦτος Αἰλ. Π. Ι. 3. 18· βαθὺ χρέος, πολύ, μέγα, Πινδ. Ο. 10 (11). 10· στεφάνων βαθεῖα τέρψις Σοφ. Αἴ. 1200· β. εἰρήνη Jacobson Κλήμ. Ἐπ. 1. 2: ὡσαύτως, βαθὺ κλέος Πινδ. Ο. 7. 98· κίνδυνος Π. 4. 368· β. ὕπνος, καθ’ ὃν ἡ ἀναισθησία μεγάλη, Θεόκρ. 8. 65, πρβλ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 2. 3· β. γῆρας Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 452. 12. 4) ἐπὶ τοῦ νοῦ, τῆς διανοίας· συνετός, φρὴν βαθεῖα Ἰλ. Τ. 125· πρβλ. Πινδ. Ν. 4. 13, Αἰσχύλ. Ἱκ. 407· μέριμνα Πινδ. Ο. 2. 100· (οὕτω μεταφ., βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος Αἰσχ. Θήβ. 593): οὕτω, βαθύτερα ἤθεα Ἡρόδ. 4. 95, Πλάτ. Νόμ. 930A: -ἐπὶ προσώπων, βαθύς, σοφός, συνετός, βαθὺς τῇ φύσει Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 4· τῇ ψυχῇ Πολύβ. 6. 24, 9· ἀλλ’ ὡσαύτως βαθύς, πονηρός, πανοῦργος, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 414. 5) ἐπὶ χρόνου, βαθὺς ὄρθρος (ἴδε ἐν λ. ὄρθρος)· β. νύξ, ὥρα τῆς νυκτὸς παρῳχηκυῖα, Λουκ. Ὄν. 34· περὶ ἑσπέραν β. Πλούτ. 2. 179D· βαθὺ τῆς ἡλικίας Ἀριστοφ. Νεφ. 514· β. γῆρας Ἀνθ. Π. 7. 163. ΙΙ. Ἐπίρρ. –έως Θεόκρ. 8. 66· ὑπερθ. βαθύτατα Αἰλ. Π. Ι. 2. 36.
ον, Καλλ. Ἀπόλλ. 64, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 11, 9· Ἰων. βαθύγαιος, Ἡρόδ. 4. 23· Ἀττ. βαθύγεως, ων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 10: ― ὁ ἔχων βάθος γῆς, πολλὴν γῆν, εὔφορος, γῆ, ἔνθ' ἀνωτ., πρβλ. λεπτόγεως.
Russian (Dvoretsky)
βαθύγειος: ион. βαθύγεως или βαθύγαιος 2 с толстым слоем почвы, т. е. плодородный (γῆ Her., Diod.).