δενδροφορία
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ἡ,
A carrying of trees, as a religious ceremony, Str.10.3.10(pl.).
II bearing, production of trees, Gp. 2.9.3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 transporte procesional de árboles en cultos como el de Dioniso y Deméter δενδροφορίαι τε καὶ χορεῖαι καὶ τελεταί Str.10.3.10.
2 producción de árboles ἡ βαθύγειος (γῆ) ... πρὸς δενδροφορίαν ἐπιτηδεία Gp.2.9.3.
German (Pape)
[Seite 546] ἡ, 1) das Tragen von Zweigen, καὶ χορεῖαι Strab. IX ρ. 468. – 2) Hervorbringen von Bäumen, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροφορία: ἡ, τὸ φέρειν κλάδους (ἴδε θυρσοφορία), Στράβ. 468. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἔτι=τὸ φέρειν ἢ τρέφειν δένδρα, εὐφορία, Γεωπ. 2. 9, 3.
Greek Monolingual
δενδροφορία, η (Α) δενδροφορώ
1. η πομπική μεταφορά δένδρου σε θρησκευτικές τελετές
2. (για τόπους, εκτάσεις) η ανάπτυξη ή παραγωγή δένδρων.