εὐπρόσκοπος

From LSJ
Revision as of 15:41, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρόσκοπος Medium diacritics: εὐπρόσκοπος Low diacritics: ευπρόσκοπος Capitals: ΕΥΠΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: eupróskopos Transliteration B: euproskopos Transliteration C: efproskopos Beta Code: eu)pro/skopos

English (LSJ)

ον,

   A far-seeing, cautious, τὸ τῶν ἠθῶν εὐκινητότερον καὶ πολυτροπώτερον καὶ -πώτερον Ptol.Tetr.173; cf. ἀπρόσκοπος (B).    II easily taking offence, ἀθύμῳ καὶ ἀσθενικῷ καὶ εὐπροσκόπῳ καὶ πρὸς πάντας δυσαρέστῳ ib.207; cf. ἀπρόσκοπος (A).

Greek Monolingual

εὐπρόσκοπος, -ον (Α)
1. αυτός που βλέπει μακριά, ο προνοητικός, ο επιφυλακτικός
2. αυτός που δέχεται εύκολα προσβολή ή αδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρό-σκοπος (< προ + -σκοπος < σκοπώ «παρατηρώ»), πρβλ. επί-σκοπος, κατά-σκοπος].