διαμάσημα
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is chewed, Hp.Aff.4, Dsc.1.96.
Greek (Liddell-Scott)
διαμάσημα: τό, τὸ μασώμενον, Διοσκ. 1. 125.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 masticatoriode plantas o preparados usados con fines medicinales, Hp.Aff.4, Dsc.1.86, 96, Asclep. en Gal.12.584, πρὸς μασχαλῶν δυσωδίαν Crit.Hist. en Gal.12.447.
2 masticación διαμασήματα πρὸς μυλαλγίας Asclep. en Gal.12.868
•plu. formas de masticar Apollon. en Gal.12.865.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαμάσημα -ατος, τό [διαμασάομαι] wat gekauwd is.