δυσαπάλειπτος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰλ], ον,
A hard to wipe out, Sch.S.Tr.682.
German (Pape)
[Seite 676] schwer wegzutilgen, Schol. Soph. Tr. 696.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπάλειπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀπαλείψῃ τις, δυσεξάλειπτος, Σχόλ. Σοφ. Τρ. 696.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de borrarglos. a δύσνιπτος Sch.S.Tr.682P.
•fig. difícil de borrar, de olvidar τὸ ... λυπῆσαν ... δυσαπάλειπτον Hdn.2.3.7.