δυσκατόρθωτος
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ον,
A hard to succeed in, ἔργον Demetr.Eloc.127, Ph.2.83, Gal.UP15.7; τυραννίς Chio Ep.15 (Comp.). II hard to set right, remedy, σπάνις τῶν ἀναγκαίων J.AJ2.5.6.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zurecht zu bringen, zu verbessern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατόρθωτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐπιτύχῃ τις ἢ νὰ κατορθώσῃ, Δημ. Φαλ. 127, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ον
1 de difícil éxito, de difícil arreglo, que no tiene fácil solución πρᾶγμα Demetr.Eloc.127, ἔργον Gal.4.248, Gr.Nyss.Res.310.3, cf. Ph.2.83, ἡ συμμετρία τῆς ἑψήσεως Gal.11.134, ἐπιτάγματα Ath.Al.M.27.321D, τὸ ἀγαθόν Gr.Nyss.Perf.213.1, cf. Eus.DE 1.3 (p.17.15), Basil.M.29.257B, Chrys.M.47.402, Cyr.Al.Luc.2.83, Hippiatr.104.5
•neutr. subst. τὸ δ. la dificultad de implantación de una doctrina, Gal.17(2).347, Thdr.Mops.M.66.900D.
2 difícil de remediar, solucionar o corregir τυραννίς Chio 15.3, ἡ σπάνις τῶν ἀναγκαίων I.AI 2.85, τῆς ψυχῆς πάθη Marc.Er.Opusc.M.65.1045B.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσκατόρθωτος, -ον)
αυτός που δύσκολα κατορθώνεται ή επιτυγχάνεται
αρχ.
αυτός που δύσκολα θεραπεύεται.