Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Full diacritics: κρῑοτάφος | Medium diacritics: κριοτάφος | Low diacritics: κριοτάφος | Capitals: ΚΡΙΟΤΑΦΟΣ |
Transliteration A: kriotáphos | Transliteration B: kriotaphos | Transliteration C: kriotafos | Beta Code: kriota/fos |
[ᾰ], ου, ὁ,
A one who buries sacred rams, PTeb.72.411(ii B. C.).
κριοτάφος, ὁ (Α)
αυτός που έθαβε ιερά κριάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -τάφος < θ. ταφ- (πρβλ. ἐ-τάφ-ην, παθ. αόρ. β' του θάπτω), πρβλ. ιβιο-τάφος, ιερακο-τάφος.