κριοτάφος

From LSJ
Revision as of 17:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑοτάφος Medium diacritics: κριοτάφος Low diacritics: κριοτάφος Capitals: ΚΡΙΟΤΑΦΟΣ
Transliteration A: kriotáphos Transliteration B: kriotaphos Transliteration C: kriotafos Beta Code: kriota/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A one who buries sacred rams, PTeb.72.411(ii B. C.).

Greek Monolingual

κριοτάφος, ὁ (Α)
αυτός που έθαβε ιερά κριάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -τάφος < θ. ταφ- (πρβλ. -τάφ-ην, παθ. αόρ. β' του θάπτω), πρβλ. ιβιο-τάφος, ιερακο-τάφος.