δᾳδουργός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A one who cuts pines for torches, ib.3.9.3.
German (Pape)
[Seite 513] Fackelmacher, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δᾳδουργός: -όν, ὁ κόπτων πεύκας πρὸς συλλογὴν τῆς ῥητίνης, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 9, 3.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ resinero Thphr.HP 3.9.3.
Greek Monolingual
δᾳδουργός, ο (Α)
αυτός που κόβει πεύκα για να βγάλει ρετσίνι ή να ετοιμάσει δαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δας (δαδός) + -ουργός < έργον].