μυθολογητέον
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
A one must tell as a legend, Γιγαντομαχίας Pl.R.378c.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ μυθολογεῖν, ἴδε ἐν λ. μυθολογέω Ι.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de μυθολογέω.
Greek Monotonic
μῡθολογητέον: ρημ. επίθ. του μυθολογέω, σε Πλάτ.