προπαροξύτονος

From LSJ
Revision as of 19:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπαροξῠτονος Medium diacritics: προπαροξύτονος Low diacritics: προπαροξύτονος Capitals: ΠΡΟΠΑΡΟΞΥΤΟΝΟΣ
Transliteration A: proparoxýtonos Transliteration B: proparoxytonos Transliteration C: proparoksytonos Beta Code: proparocu/tonos

English (LSJ)

ον,

   A with the acute on the antepenultimate, D.T.p.108 U., Theognost. Can.67. Adv. -νως Hermog.Stat.2, Phryn.115.

German (Pape)

[Seite 739] auf der antepenultima mit dem Acutus bezeichnet, Gramm. u. Schol., bes. im adv.

Greek Monolingual

-η, -ο / προπαροξύτονος, -ον, ΝΜΑ παροξύτονος
(για λέξη) αυτός που τονίζεται με οξεία στην προπαραλήγουσα.
επίρρ...
προπαροξυτόνως Α
με οξεία στην προπαραλήγουσα.

Russian (Dvoretsky)

προπαροξύτονος: (ῠ) грам. имеющий ударение на третьем от конца слоге.