προπαροξύτονος
From LSJ
ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society
English (LSJ)
ον,
A with the acute on the antepenultimate, D.T.p.108 U., Theognost. Can.67. Adv. -νως Hermog.Stat.2, Phryn.115.
German (Pape)
[Seite 739] auf der antepenultima mit dem Acutus bezeichnet, Gramm. u. Schol., bes. im adv.
Greek Monolingual
-η, -ο / προπαροξύτονος, -ον, ΝΜΑ παροξύτονος
(για λέξη) αυτός που τονίζεται με οξεία στην προπαραλήγουσα.
επίρρ...
προπαροξυτόνως Α
με οξεία στην προπαραλήγουσα.
Russian (Dvoretsky)
προπαροξύτονος: (ῠ) грам. имеющий ударение на третьем от конца слоге.