πολύστοιχος

From LSJ
Revision as of 19:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστοιχος Medium diacritics: πολύστοιχος Low diacritics: πολύστοιχος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: polýstoichos Transliteration B: polystoichos Transliteration C: polystoichos Beta Code: polu/stoixos

English (LSJ)

ον,

   A in many rows, ὀδόντες Arist.HA505a29; κριθαί Thphr.HP8.4.2 (Comp.); π. γνάθοι jaws set with many rows of teeth, Lyc.414.

German (Pape)

[Seite 673] = πολύστιχος, ὀδόντες, Arist. H. A. 2, 13 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύστοιχος: -ον, ὁ ἐν πολλοῖς στοίχοις, ὁ ἔχων πολλὰς σειράς, ὀδόντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 11· πολυστοιχότεραι αἱ κριθαὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2· π. γνάθοι, ἔχουσαι πολλὰς σειρὰς ὀδόντων, Λυκόφρ. 414.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλές σειρές («πάντες ἔχουσιν ὀξεῑς τοὺς ὀδόντας και πολυστοίχους ἔνιοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στοῖχος (< στείχω)].

Russian (Dvoretsky)

πολύστοιχος: расположенный в несколько рядов (ὀδόντες Arst.).