ἐγκονητί
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
Adv.
A actively, vigorously, by perseverance, Pi.N.3.36.
German (Pape)
[Seite 709] in Eile, mit Anstrengung, κατέμαρψεν, Pind. N. 3, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκονητί: ἐπίρρ., συντόνως, μετὰ πόνου, κατέμαρψεν ἐγκονητὶ Πινδ. 3. 61.
English (Slater)
ἐγκονητί
1 non sine pulvere i. e. vigorously καὶ ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐγκονητί (ἀντὶ τοῦ ἐνεργῶς. Σ) (N. 3.36)
Spanish (DGE)
adv. esforzadamente ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐ. Pi.N.3.36.
Greek Monolingual
ἐγκονητί επίρρ. (Α)
με πολύ αγώνα, με κόπο.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκονητί: adv. не без пыли, т. е. с большим трудом Pind.