ἀσκάλευτος

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[<b class="b3">ᾰ], ον,</b>" to "[ᾰ], ον,")

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκάλευτος Medium diacritics: ἀσκάλευτος Low diacritics: ασκάλευτος Capitals: ΑΣΚΑΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: askáleutos Transliteration B: askaleutos Transliteration C: askaleftos Beta Code: a)ska/leutos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A unhoed, Sch.Theoc.10.14. ἀσκαλεῶς· ἄλαν σκληρῶς, ἐπιμόν υς, Hsch. (i. e. ἀσκελέως).

German (Pape)

[Seite 370] = ἄσκαλτος, Sp.

Spanish (DGE)

-ον agr. no escardado Sch.Theoc.10.14a.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀσκάλευτος, -ον) σκαλεύω
ο ασκάλιστος
νεοελλ.
(για τη φωτιά) αυτή που δεν τη συδαύλισαν, δεν την αναρρίπισαν («άφησε τη φωτιά ασκάλευτη»).