καταπληκτέον
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
οὐ κ.
A one must not be terrified, Din.1.108.
Greek (Liddell-Scott)
καταπληκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ καταπλήσσω, (ἐπί παθ. σημασ.) Δείναρχ. 103, 45· πρβλ. ἀρκτέον ΙΙ.