καταχρηματίζω

From LSJ
Revision as of 21:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχρηματίζω Medium diacritics: καταχρηματίζω Low diacritics: καταχρηματίζω Capitals: ΚΑΤΑΧΡΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: katachrēmatízō Transliteration B: katachrēmatizō Transliteration C: katachrimatizo Beta Code: kataxrhmati/zw

English (LSJ)

   A deal with, SIG1023.73 (Cos, iii/ii B.C.), GDI 3624a32 (ibid.): dispose of property, POxy.506.42 (ii A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

καταχρηματίζω: χρηματίζω, καταχρηματιζόντω οἱ ναποῖαι τὸς ἀπογραψαμένος, καθότι καὶ τἄλλα γράμματα χρηματίζοντι Ἐπιγρ. Κῶ.

Greek Monolingual

καταχρηματίζω (Α)
(επιγρ. και πάπ.)
1. συναλλάσσομαι
2. διαθέτω την περιουσία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρηματίζω «κάνω χρηματικές συναλλαγές»].