μολυβδοειδής
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ές,
A like lead, Hp.Int.32, Dsc.5.83, Aret.SA2.7.
German (Pape)
[Seite 200] ές, bleiartig, bes. bleifarbig, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδοειδής: -ές, ὅμοιος μολύβδῳ, Διοσκ. 5. 98.
Greek Monolingual
-ές (Α μολυβδοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -ειδής].