μεταπήγνυμι

Revision as of 22:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A transfer to another place, in Med., πρὸς τὰ δένδρα τὴν καλιάν transfer its nest to the trees instead, D.Chr.72.14.

German (Pape)

[Seite 152] (s. πήγνυμι), auf einer andern Stelle befestigen, im med., τὴν καλιάν, sich das Nest auf einem andern Baume machen, Dio Chrys.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπήγνυμι: πήγνυμι, κτίζω εἰς ἕτερον μέρος· - μέσ., μεταπήγνυσθαι τὴν καλιάν, κτίζειν αὐτὴν εἰς ἄλλο μέρος, Δίων Χρ. 2. 387.

Greek Monolingual

μεταπήγνυμι (Α)
ιδρύω ή στήνω σε κάποιο άλλο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πήγνυμι «στήνω, στερεώνω»].