μεταπήγνυμι
English (LSJ)
A transfer to another place, in Med., πρὸς τὰ δένδρα τὴν καλιάν transfer its nest to the trees instead, D.Chr.72.14.
German (Pape)
[Seite 152] (s. πήγνυμι), auf einer andern Stelle befestigen, im med., τὴν καλιάν, sich das Nest auf einem andern Baume machen, Dio Chrys.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπήγνυμι: πήγνυμι, κτίζω εἰς ἕτερον μέρος· - μέσ., μεταπήγνυσθαι τὴν καλιάν, κτίζειν αὐτὴν εἰς ἄλλο μέρος, Δίων Χρ. 2. 387.
Greek Monolingual
μεταπήγνυμι (Α)
ιδρύω ή στήνω σε κάποιο άλλο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πήγνυμι «στήνω, στερεώνω»].