παγκοίρανος

From LSJ
Revision as of 08:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκοίρᾰνος Medium diacritics: παγκοίρανος Low diacritics: παγκοίρανος Capitals: ΠΑΓΚΟΙΡΑΝΟΣ
Transliteration A: pankoíranos Transliteration B: pankoiranos Transliteration C: pagkoiranos Beta Code: pagkoi/ranos

English (LSJ)

ον,

   A supreme ruler, θεὰ παγκοίρανε θήρης Opp.C.4.21.

German (Pape)

[Seite 436] Alles beherrschend, θεὰ παγκοίρανε θήρης, Opp. Cyn. 4, 21.

Greek (Liddell-Scott)

παγκοίρᾰνος: -ον, κύριος πάντων, πότνα θεὰ παγκοίρανε θήρης Ὀππ. Κ. 4. 21· Σαβάζιος Συλλ. Ἐπιγρ. 3791.

Greek Monolingual

παγκοίρανος, -ον (Α)
αυτός που είναι απόλυτος κύριος, εξουσιαστής όλων («θεὰ παγκοίρανε θήρης», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κοίρανος «δεσπότης, κύριος» (πρβλ. πολυ-κοίτανος)].