παρεκλύω
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
A relieve from, τοῦ ἐπισπασμοῦ Sor.2.11. 2 Pass., to be cut off from, unreceptive of, πρὸς ἅπαντα δι' ὧν ἄμεινον βιώσονται Phld.Herc.1251.18.
Greek Monolingual
Α
1. ανακουφίζω από κάτι («παρεκλύειν τοῦ ἐπισπασμοῡ», Σωρ.)
2. παθ. παρεκλύομαι
απορρίπτομαι ως απαράδεκτος, αποκλείομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκλύω «απελευθερώνω, απολυτρώνω»].