πεντέχους

From LSJ
Revision as of 08:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντέχους Medium diacritics: πεντέχους Low diacritics: πεντέχους Capitals: ΠΕΝΤΕΧΟΥΣ
Transliteration A: pentéchous Transliteration B: pentechous Transliteration C: pentechous Beta Code: pente/xous

English (LSJ)

ουν,

   A holding five χόες, ὑδρία Ar. Fr. 136.

Greek (Liddell-Scott)

πεντέχους: ουν, χωροῦσα πέντε χόας, ὑδρίαν πεντέχουν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 183.

Greek Monolingual

και πεντάχους, -ουν, Α
αυτός που χωρεί πέντε χόες («ὑδρίαν πεντέχουν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- / πεντα- + -χοῦς (< χοῦς «μέτρο χωρητικότητας υγρών»), πρβλ. επτά-χους].

Russian (Dvoretsky)

πεντέχους: содержащий пять χόες, т. е. ок. 16.2 литров (ὑδρία Arph.).