περιφοιτάω
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
A wander about, prov., Βοῦθος -φοιτᾷ Cratin.245, cf. Arist.Fr.616; πανταχοῖ Aristid.Or.26(14).18, cf. Ph.1.305. 2 c. acc., ψυχὴ π. τὰ μόρια τὰ ἑωυτῆς Hp.Vict.1.6; π. τὰ ἄστη Philostr. VSPraef.
German (Pape)
[Seite 599] umhergehen, -schweifen, Cratin. bei Zenob. 2, 66.
Greek (Liddell-Scott)
περιφοιτάω: περιπλανῶμαι, Κρατῖνος ἐν «Χείρωσι» 16, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 573.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιφοιτάω [περίφοιτος] rondzwerven.