περίρρανσις
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
εως, ἡ,
A lustral besprinkling, Pl.Cra.Cra.405b.
Greek (Liddell-Scott)
περίρρανσις: ἡ, τὸ περιρραίνειν, περιρραντισμός, Πλάτ. Κρατ. 405Β.
Greek Monolingual
-άνσεως, ἡ, Α περιρραίνω
η πράξη του περιρραίνω, ο περιρραντισμός, η περιύγρανση.
Russian (Dvoretsky)
περίρρανσις: εως ἡ окропление, омовение Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίρρανσις -εως, ἡ [περιρραίνω] besprenkeling.