προποδισμός

From LSJ
Revision as of 09:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προποδισμός Medium diacritics: προποδισμός Low diacritics: προποδισμός Capitals: ΠΡΟΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: propodismós Transliteration B: propodismos Transliteration C: propodismos Beta Code: propodismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A process, progression, ἀπὸ μονάδος Moderat. ap. Stob.1Coroll.8; ἀριθμός ἐστι π. πλήθους TheoSm.p.18H.; π. εἰς τὸ ὂν τοῦ ἑνός Dam.Pr.67.    II direct motion, of planets, pl., opp. ὑποποδισμοί, Procl.Hyp.7.4; opp. ἀναποδισμοί, Nicom.Ar.1.5, Alex.Aphr.in Metaph.440.7.

German (Pape)

[Seite 740] ὁ, das Vorwärtsschreiten, Ggstz ἀναποδισμός, Moderat. bei Stob. ecl. 1, 2, 8; von den Gestirnen, Nicom. arithm. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προποδισμός: ὁ, τὸ βαδίζειν πρὸς τὰ ἐμπρός, ἴδε ἀναποδισμός· ἐπὶ πλανητῶν ἀστέρων, Νικομ. Ἀριθμ. 1. 5.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ προποδίζω
1. πορεία προς τα εμπρός, πρόοδος («ὰριθμός ἐστι πρόοδος πλήθους», Θέων Σμ.)
2. (σχετικά με τους πλανήτες) ευθεία, σύμμετρη κίνηση.