κακόστομος

Revision as of 09:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A foul-mouthed, λέσχαι E.IA1001.    2 lacking in eloquence, Ptol.Tetr.166.    II bad to pronounce, illsounding, Longin.43.1.

German (Pape)

[Seite 1304] mit bösem Munde, schmähend, schmähsüchtig, λέσχαι Eur. I. A. 1001; – schlecht auszusprechen, übelklingend, Longin. 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
injurieux.
Étymologie: κακός, στόμα.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόστομος, -ον)
κακολόγος, αισχρολόγος, κακόγλωσσος, υβριστής («κακόστομοι λέσχαι», Ευρ.)
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από κακοσμία του στόματος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ευγλωττία
2. αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος, κακόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. ελευθερό-στομος, ισχυρό-στομος].

Greek Monotonic

κᾰκόστομος: -ον (στόμα), κακολόγος, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόστομος -ον [κακός, στόμα] kwaadsprekend:. λέσχας... κακοστόμους φιλεῖ hij is verzot op kwaadaardig geroddel Eur. IA 1001.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόστομος: злословящий, клеветнический (λέσχαι Eur.).

Middle Liddell

κᾰκό-στομος, ον στόμα
evil-speaking, Eur.