θριγκώδης
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
ες,
A like a coping, Hsch. s.v. αἱμασιαί.
German (Pape)
[Seite 1218] ες, einem θριγκός ähnlich, Hesych. αἱμασιά.
Greek (Liddell-Scott)
θριγκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θριγκῷ, Ἡσύχ. ἐν λ. αἱμασιά.