κόχλασμα
From LSJ
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
Full diacritics: κόχλασμα | Medium diacritics: κόχλασμα | Low diacritics: κόχλασμα | Capitals: ΚΟΧΛΑΣΜΑ |
Transliteration A: kóchlasma | Transliteration B: kochlasma | Transliteration C: kochlasma | Beta Code: ko/xlasma |
ατος, τό,
A plashing of water, Hsch. s.vv. ἀπόβρασμα, πομφόλυξ.
κόχλασμα: τό, = κάχλασμα, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπόβρασμα.
το (Α κόχλασμα) κοχλάζω
κοχλασμός.