λωτίζομαι

Revision as of 10:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A cull the best, A.Supp.963; Ἄρης γὰρ οὐδὲν τῶν κακῶν λ. S.Fr.724 (prob. cj.):—Act. in Hsch., λωτίζειν· ἀπανθίζεσθαι, ἀπολλύειν.—Cf. ἀπολωτίζω.

Greek (Liddell-Scott)

λωτίζομαι: μέσ., ὡς τὸ καρπίζομαι, ἐκλέγω δι’ ἐμαυτόν, ἀποδρέπω τὸ ἄριστον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 963· Ἄρης γὰρ οὐδὲν τῶν κακῶν λ. Σοφ. Ἀποσπ. 649· πρβλ. λώτισμα. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λωτίζειν· ἀπανθίζεσθαι. ἀπολύειν».

Greek Monolingual

λωτίζομαι (Α) λωτός
1. κόβω λωτούς, άνθη λωτών
2. μτφ. εκλέγω το άριστο για ευχαρίστησή μου
3. (το ενεργ.) (κατά τον Ησύχ.) «λωτίζειν
ἀπανθίζεσθαι, ἀπολύειν».

Russian (Dvoretsky)

λωτίζομαι: срывать (себе) цветы, перен. отбирать для себя лучшее: Ἄρης οὐδὲν τῶν κακῶν λωτίζεται Soph. погов. Арей не выбирает себе (жертвы) из худшего; τὰ θυμηδέστατα πάρεστι, λωτίσασθε Aesch. вот лучшее, выбирайте.

Middle Liddell

λωτίζομαι, [λῶτος]
Mid. to choose for oneself, cull the best, Aesch.