λωτίζομαι

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωτίζομαι Medium diacritics: λωτίζομαι Low diacritics: λωτίζομαι Capitals: ΛΩΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: lōtízomai Transliteration B: lōtizomai Transliteration C: lotizomai Beta Code: lwti/zomai

English (LSJ)

cull the best, A.Supp.963; Ἄρης γὰρ οὐδὲν τῶν κακῶν λ. S.Fr.724 (prob. cj.):—Act. in Hsch., λωτίζειν· ἀπανθίζεσθαι, ἀπολλύειν.—Cf. ἀπολωτίζω.

Russian (Dvoretsky)

λωτίζομαι: срывать (себе) цветы, перен. отбирать для себя лучшее: Ἄρης οὐδὲν τῶν κακῶν λωτίζεται Soph. погов. Арей не выбирает себе (жертвы) из худшего; τὰ θυμηδέστατα πάρεστι, λωτίσασθε Aesch. вот лучшее, выбирайте.

Greek (Liddell-Scott)

λωτίζομαι: μέσ., ὡς τὸ καρπίζομαι, ἐκλέγω δι’ ἐμαυτόν, ἀποδρέπω τὸ ἄριστον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 963· Ἄρης γὰρ οὐδὲν τῶν κακῶν λ. Σοφ. Ἀποσπ. 649· πρβλ. λώτισμα. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λωτίζειν· ἀπανθίζεσθαι. ἀπολύειν».

Greek Monolingual

λωτίζομαι (Α) λωτός
1. κόβω λωτούς, άνθη λωτών
2. μτφ. εκλέγω το άριστο για ευχαρίστησή μου
3. (το ενεργ.) (κατά τον Ησύχ.) «λωτίζειν
ἀπανθίζεσθαι, ἀπολύειν».

Middle Liddell

λωτίζομαι, [λῶτος]
Mid. to choose for oneself, cull the best, Aesch.