μελάνδρυον

From LSJ
Revision as of 11:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνδρῠον Medium diacritics: μελάνδρυον Low diacritics: μελάνδρυον Capitals: ΜΕΛΑΝΔΡΥΟΝ
Transliteration A: melándryon Transliteration B: melandryon Transliteration C: melandryon Beta Code: mela/ndruon

English (LSJ)

τό,

   A heart of oak, Thphr.HP1.6.2.    II v. μελάνδρυς.

German (Pape)

[Seite 119] τό, der schwarze Kern der Eiche (wofür Od. 14, 12 steht τὸ μέλαν δρυός), Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνδρυον: τό, ἡ ἐντεριώνη, ἡ καρδία τῆς δρυός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· ἀνθ’ οὗ ἐν Ὀδ. Ξ. 12 φέρεται τὸ μέλαν δρυός. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. μελάνδρυς.

Greek Monolingual

μελάνδρυον, τὸ (ΑM)
η εντεριώνη, η καρδιά της δρυός
αρχ.
στον πληθ. τὰ μελάνδρυα
τεμάχια, μερίδες αλίπαστου τόννου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του επιθέτου μελάνδρυος. Η σημ. του πληθ. μελάνδρυα «τεμάχια αλίπαστου τόννου» είναι μεταφορική].