συγκατολισθάνω
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
A slip and fall together, D.S.1.30.
Greek Monolingual
και συγκατολισθαίνω Α κατολισθάνω
γλιστρώ και εγώ μαζί με άλλους.
Greek Monolingual
και συγκατολισθαίνω Α κατολισθάνω
γλιστρώ και εγώ μαζί με άλλους.