συνεκλέπω
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
A help to hatch out, Porph.Abst. 3.10.
Greek Monolingual
Α
ξεφλουδίζω κάτι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλέπω «ξεφλουδίζω»].
Greek Monolingual
Α
ξεφλουδίζω κάτι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλέπω «ξεφλουδίζω»].