σφαίρωσις

Revision as of 12:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A spherical shape, rotundity, Paul.Aeg.6.62; formation of a sphere, Simp.in Cael.543.28, Theol.Ar.19, Olymp.in Phd.p.106 N.

Greek (Liddell-Scott)

σφαίρωσις: ἡ, στρογγυλότης, στρογγύλωσις, Παῦλ. Αἰγ. 6. 62.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, ΜΑ σφαιρώ
η διαμόρφωση του κόσμου σε σφαίρα
αρχ.
στρογγυλοποίηση.