μητρίζω
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
A to be possessed by the Mother of the gods, Iamb.Myst.3.9, 10.
German (Pape)
[Seite 179] das Fest der Göttermutter Cybele feiern, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
μητρίζω: λατρεύω τὴν μητέρα τῶν θεῶν Κυβέλην, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 69, κτλ.· ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 832.
Greek Monolingual
μητρίζω (Α)
εμφορούμαι, κατέχομαι από τη μητέρα τών θεών Κυβέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κατάλ. -ίζω].