χαλκοτειχής
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ές,
A with walls of bronze, αὐλά B.3.32.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει χάλκινο τείχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τειχής (< τεῖχος), πρβλ. μελαν-τειχής].