ταργάνη
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
ἡ,
A = σαργάνη, plaited work, Hsch., EM753.54.
German (Pape)
[Seite 1071] ἡ, auch σαργάνη, Geflecht, Flechtwerk, Seil, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ταργάνη: ἡ, = σαργάνη, «ταργάναι· πλοκαί, συνδέσεις, πέδαι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σαργάνη.