τεῦθος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ὁ,
A calamary or squid, of a larger kind than the τευθίς, perh.Todarodes sagittatus, Arist.HA490b13, 524a25, Fr.340.
German (Pape)
[Seite 1101] od. τευθός, ὁ, eine ähnliche Dintenfischart wie τευθίς, davon unterschieden in der Größe; Arist. H. A. 4, 1; Ath. VII, 326.
Greek (Liddell-Scott)
τεῦθος: ὁ, μαλάκιον μεῖζον τῆς τευθίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 1, 8, πρβλ. 1. 6, 2, Ἀποσπ. 319, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
seiche ou calmar de grande espèce, poisson.
Étymologie: v. τευθίς.
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος μαλακίου μεγαλύτερου από την τευθίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. τευθίς κατά τα δευτερόκλιτα αρσ.].
Russian (Dvoretsky)
τεῦθος: и τευθός ὁ каракатица, сепия (Sepia officinalis) Arst.