νεύρινος

From LSJ
Revision as of 13:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεύρῐνος Medium diacritics: νεύρινος Low diacritics: νεύρινος Capitals: ΝΕΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: neúrinos Transliteration B: neurinos Transliteration C: neyrinos Beta Code: neu/rinos

English (LSJ)

η, ον,

   A made of sinew, χορδή Arist.GA787b17; λύρα ν. τρίχορδος D.S.1.16; κράνη ν. Str.3.3.6.    II made or consisting of fibres, Pl.Plt.279e.

German (Pape)

[Seite 247] aus Sehnen gemacht; Arist. gen. an. 5, 7; βρόχοι, Luc. Ocyp. 3; – od. aus Pflanzenfasern, τὰ μὲν νεύρινα περικαλύμματα φυτῶν ἐκ γῆς, Plat. Polit. 279 e.

Greek (Liddell-Scott)

νεύρῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ νεύρων πεποιημένος, ἀποτελούμενος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 17. ΙΙ. ὁ πεποιημένος ἢ ἀποτελούμενος ἐξ ἰνῶν, Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε, Στράβ. 154.

Greek Monolingual

νεύρινος, -ίνη, -ον (Α) νεύρον
1. αυτός που αποτελείται ή κατασκευάζεται από νεύρο («λύραν νευρίνην τρίχορδον», Διόδ.)
2. αυτός που αποτελείται ή έχει κατασκευαστεί από φυτικές ίνες.

Russian (Dvoretsky)

νεύρῐνος:
1) волокнистый (περικαλύμματα φυτῶν Plat.);
2) сухожильный (χορδή Arst.);
3) сделанный из сухожилий (βρόχοι Luc.; κεκρύφαλος Plut.).