νουσομελής
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Full diacritics: νουσομελής | Medium diacritics: νουσομελής | Low diacritics: νουσομελής | Capitals: ΝΟΥΣΟΜΕΛΗΣ |
Transliteration A: nousomelḗs | Transliteration B: nousomelēs | Transliteration C: nousomelis | Beta Code: nousomelh/s |
ές,
A with diseased limbs, Man.4.476.
νουσομελής: -ές, ὁ ἔχων νοσοῦντα τὰ μέλη, Μανέθων 4. 476.
νουσομελής και νοσομελής, -ές (Α)
αυτός ο οποίος έχει μέλη που νοσούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + -μελής (< μέλος), πρβλ. υγρο-μελής].