φιλοτράπεζος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A fond of the table, Ath.3.113e.
German (Pape)
[Seite 1288] den Tisch, die Tafel liebend, Freund der Tafelfreuden, Ath. III, 113 e.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοτράπεζος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν τράπεζαν, Ἀθήν. 113Ε.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που του αρέσουν τα γεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ὁμο-τράπεζος].