χήρευσις
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
ἡ,
A = χηρεία 1, LXX Ge.38.14, Ju.8.5. II separation from a husband, Leg.Gort.3.45.
German (Pape)
[Seite 1354] ἡ, = χηρεία, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
χήρευσις: ἡ, = χηρεία Ι, Ἑβδ. (Γεν. ΛΗ΄, 14, Ἰουδίθ Η΄, 5).