ἀπόκτισις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A planting of a colony, Call.Ap.74, D.H.1.49.
German (Pape)
[Seite 309] ἡ, eigtl. Abbauung, Pflanzstadt, Callim. Apoll. 75 Dion. Hal. 1, 49, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκτῐσις: -εως, ἡ, ἵδρυσις ἀποικίας ὡς τὸ ἀποίκησις, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 74, Διον. Ἁλ. 1. 49.
Spanish (DGE)
(ἀπόκτῐσις) -εως, ἡ
fundación, colonización σε ... ἤγαγε Θηραίην ἐς ἀπόκτισιν Call.Ap.75, cf. D.H.1.49.