ἐξορκισμός
English (LSJ)
ὁ,
A administration of an oath, Plb.6.21.6.
German (Pape)
[Seite 887] ὁ, das Schwörenlassen, die Vereidigung, Pol. 6, 21, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορκισμός: ὁ, τὸ νὰ βάλῃ τίς τινα νὰ ὁρκισθῇ, Πολύβ. 6. 21, 6. ΙΙ. ἐξορκισμὸς ὡς καὶ νῦν, Εἰρην. 672C, Τερτυλλ. Ι. 657Β, ΙΙ. 56Β, 748Β.
Spanish
conjuro, fórmula para hacer presente , práctica para hacer presente, exorcismo
Greek Monolingual
και ξορκισμός, ο (AM ἐξορκισμός) εξορκίζω
1. προσευχή για απομάκρυνση πονηρών πνευμάτων ή για θεραπεία αρρώστου
2. η απομάκρυνση πονηρών πνευμάτων
αρχ.
επιβολή όρκου σε κάποιον.