ἐξυμενίζω
From LSJ
English (LSJ)
(ὑμήν)
A strip off the skin or membrane, Dsc.2.76.1; τὸ στέαρ Archig. ap. Aët.16.48.
German (Pape)
[Seite 889] aushäuten, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῠμενίζω: (ὑμήν), ἀφαιρῶ τὸν ὑμένα, περὶ στέατος, ἐξυμένισον καὶ τρῖβε ταῖς χερσὶν ἐπιμελῶς Διοσκ. 2. 87, πρβλ. καὶ 86.