σαῦσαξ
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ,
A a leguminous plant, Com.Adesp.1375. 2 a mild kind of cheese, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σαῦσαξ: -ακος, ὁ, εἶδος μαλακοῦ τυροῦ, «εὐεπιφόρου πρὸς συνουσίαν» Ἡσύχ. 2) φυτόν τι παράγον ὄσπρια, Ἡρῳδιαν. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 3. 284.