τερψιεπής

From LSJ
Revision as of 14:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερψῐεπής Medium diacritics: τερψιεπής Low diacritics: τερψιεπής Capitals: ΤΕΡΨΙΕΠΗΣ
Transliteration A: terpsiepḗs Transliteration B: terpsiepēs Transliteration C: terpsiepis Beta Code: teryieph/s

English (LSJ)

ές,

   A of sweet utterance, ἀοιδαί B.12.230.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που λέγεται με ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. μέλλ. τέρψω, τέρψις) + -επής (< έπος), πρβλ. θελξι-επής].