τρεπτέον

From LSJ
Revision as of 14:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεπτέον Medium diacritics: τρεπτέον Low diacritics: τρεπτέον Capitals: ΤΡΕΠΤΕΟΝ
Transliteration A: treptéon Transliteration B: trepteon Transliteration C: trepteon Beta Code: trepte/on

English (LSJ)

(τρέπω)

   A one must turn, ποίαν ὁδὸν νὼ τ. Ar.Eq.72; ἐπί τι Pl.R.365c.

Greek (Liddell-Scott)

τρεπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τρέπω, ποίαν ὁδὸν νῷν τρεπτέον; ποίαν ὁδὸν νὰ τραπῶμεν; Ἀριστοφ. Ἱππ. 72· ἐπὶ τοῦτο δὴ τρεπτέον Πλάτ. Πολ. 365C.

Greek Monotonic

τρεπτέον: ρημ. επίθ. του τρέπω, αυτό που κάποιος πρέπει να τρέψει, να γυρίσει, σε Αριστοφ.