ἀκρωτηριώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες,
A like an ἀκρωτήριον, Sch.rec.A.Pr.726.
German (Pape)
[Seite 86] ες, nach Art eines Vorgebirges, Schol. Aesch. Prom. 726.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρωτηριώδης: -ες, ὅμοιος ἀκρωτηρίῳ, Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 726.
Spanish (DGE)
-ες terminado en un cabo ῥαχία Sch.A.Pr.726S.
Greek Monolingual
ἀκρωτηριώδης, -ες (Μ) ἀκρωτήριον
ο όμοιος με ακρωτήριο.