ακρωτήριο
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
Greek Monolingual
και ακρωτήρι, το (Α ἀκρωτήριον)
1. τμήμα ξηράς, που εισχωρεί βαθιά στη θάλασσα (κν. κάβος, πούντα)
2. (Αρχιτ.) διακοσμητικό αετώματος, ανθέμιο, γλυπτό κ.λπ.
αρχ.
1. κάθε ψηλό ή προεξέχον μέρος, κορυφή
2. πληθ. τὰ ἀκρωτήρια
τα άκρα του σώματος (χέρια, πόδια κ.λπ.)
3. τέλος, άκρη οποιουδήποτε πράγματος
4. αέτωμα
5. φρ. «ἀκρωτήρια νεός», ακρόπρωρο, ακροφίγουρο
«τὰ ἀκρωτήρια τῆς Νίκης», τα φτερά της.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το πιθανότερο είναι να προέρχεται η λ. απ' ευθείας από το επίθ, ἄκρος + παραγωγ. κατάλ. -τήριον χωρίς τη μεσολάβηση ενδιάμεσου τ., πρβλ. δεσμός: (δεσμώτης): δεσμωτήριον.
ΠΑΡ. ἀκρωτηριάζω
μσν.
ἀκρωτηριώδης.