ἀντεγείρω

Revision as of 15:02, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A raise or build instead, D.C.69.12; build in opposition, τί τινι App.Pun.114.

German (Pape)

[Seite 245] dagegen aufregen, errichten, ναόν Dio C. 69, 12 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεγείρω: ἀνεγείρω ἢ οἰκοδομῶ τι ἐν τῇ θέσει ἄλλου, καὶ ἐς τὸν τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ τόπον ναὸν τῷ Διὶ ἕτερον ἀντεγείραντος Δίων Κ. 69. 12· ἐγείρω τι ἐναντίον τινός, ἀντήγειραν αὐτῷ χάρακα Ἀππ. Καρχ. 114.

Spanish (DGE)

I sin sent. hostil
1 hacer surgir, construir en lugar de ἐς τὸν τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ τόπον ναὸν τῷ Διὶ ἕτερον D.C.69.12.1.
2 fig. engrandecer, ensalzar νυμφίου χάριν Gr.Naz.M.37.373C.
II c. sent. hostil construir contra αὐτῷ χάρακα App.Pun.114
en v. med. ἄλλο παρά τινων ἀντεγείρεται ἡμῖν θυσιαστήριον Gr.Nyss.Ep.3.24
levantar contra fig. ἀντεγείρει ἑαυτὸν τῷ προσκυνουμένῳ ὀνόματι Gr.Nyss.Eun.3.9.63
en v. med. levantarse, surgir fig. ὁ τῆς ἀληθείας λόγος πρὸς τὴν τοῦ ψεύδους ἀνατροπὴν ἀντεγείρεται Gr.Nyss.Eun.3.1.10.

Greek Monolingual

ἀντεγείρω (AM)
χτίζω κάτι για να χρησιμοποιηθεί εναντίον κάποιου
αρχ.
χτίζω κάτι στη θέση άλλου κτηρίου.