ἐγκατασήπομαι
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
A grow rotten or corrupt in, Hp.Mul.1.63, E.ap.Stob.3.41.
German (Pape)
[Seite 706] darin faulen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατασήπομαι: παθ., σήπομαι ἐντός τινος, Στοβ. 237. 58.
Spanish (DGE)
pudrirse dentro, corromperse τὸ παιδίον en la matriz, Hp.Mul.1.63, c. dat., fig. πολλὰ ... αὐτῷ (τῷ στόματι) ἀπόρρητα ἐγκατεσάπη E. en Stob.3.41.6, de una pers. τὸν ὅλον βίον τούτοις ... πόνοις ἐγκατασαπείς Phot.Bibl.88b4.